Γράφει ο Κώστας Αμπανούδης.
Επικεντρώνω τις αναμνήσεις μου στη χρονική περίοδο 1960 – 1966 στους καλοκαιρινούς μήνες Αύγουστο, Σεπτέμβριο και κάποιες Κυριακές και αργίες του Οκτώβρη πριν αρχίσουν οι βροχές και αχρηστέψουν τον πολύτιμο καρπό τα λαμπερά και νόστιμα τσίκουδα που πουλούσαμε σαν μικροπωλητές – παραγωγοί οι συγχωριανοί, μαθητές του Γυμνασίου οι περισσότεροι στους δρόμους, τις συνοικίες και την Προκυμαία της χώρας. Από το βήμα αυτό του Δημοτικού Σχολείου αναπολώ νοσταλγικά μία αναδρομική εικόνα του τότε Σχολείου με τον αείμνηστο δάσκαλο μας τον αεικίνητο και άξιο σε πολλά Γιώργη Εκατομμάτη και την Μυτιληνιά αυστηρή αλλά και πολυμαθέστατη Δασκάλα Βασιλική Καλαμιδιώτου. Έσφυζε η Αυλή από παιδιά και οι δρόμοι από κίνηση. Τελειώνοντας το Σχολείο άρχιζε η χαρά και η Αγωνία της μετέπειτα ζωής, του πρακτικού επαγγέλματος ή της μόρφωσης στο Εξατάξιο τότε Γυμνάσιο, την Εμπορική Σχολή, την Οικοκυρική Σχολή και τις Ναυτικές Τεχνικές Σχολές. Τις Σχολές Μαθητείας και τις Ναυτικές Σχολές.
Όσοι και όσες είχαμε την έφεση, την τύχη και την οικογενειακή συγκατάθεση ακολουθήσαμε τις Γυμνασιακές εγκύκλιες σπουδές διαφόρων βαθμίδων και καταλήξαμε κάπου. Επιστήμονες, Εκπαιδευτικοί, Νομικοί, Δημόσιοι και ιδιωτικοί Υπάλληλοι, Καπετάνιοι, Μηχανικοί, τεχνικοί, επιτυχημένοι επαγγελματίες, επιχειρηματίες, μετανάστες, επιβιώσαμε.
Άλλοι συμμαθητές μας πιεζόμενοι από την βιοτική ανάγκη ακολούθησαν τις λεγάμενες “τέχνες” και επιβίωσαν με τον δημιουργικό μόχθο και την σωστή τους αντίληψη και εργατικότητα ως μωσαϊκοί, οικοδόμοι, εργολάβοι, ξυλουργοί, κηπουροί, υδραυλικοί, ελαιοχρωματιστές, ηλεκτρολόγοι, ψυκτικοί, έμποροι, ναυτικοί, κομμώτριες, οικιακοί βοηθοί, ράπτριες, ειδικευμένοι εργάτες και κοινωνικά χρήσιμοι πολίτες. Αγρότες έμειναν ελάχιστοι δυστυχώς.
Ανήκω, όπως και οι περισσότεροι της γενιάς μου σε πολύτεκνη οικογένεια. Θυμάμαι το πρώτο εκείνο καλοκαίρι του 1960 που πέτυχα σε εισιτήριες εξετάσεις στο ιστορικό Γυμνάσιο Αρρένων Χίου, με τον πατέρα μου να φορτώνομε το ραμμένο με καθαρό τσουβάλι κοφίνι στο πλευρό της φοράδας καθισμένο στο σαμάρι κι εγώ στα ξεκάπουλα του ευγενικού ζώου να φθάσομε ένα πρωινό του Αυγούστου στα Χάνια της παληάς Λαχαναγοράς (του παζαριού) στη Χίο ν’ αφήσομε στα εκεί καταλύματα το ζώο και να αρχίζω την πρώτη μου εμπειρία του μικροπωλητή με το μικρό καλάθι καλυμμένο στο άνοιγμα του με την άσπρη πετσέτα και τα φρέσκα τσίκουδα απλωμένα στο άνοιγμα της, το μικρό ρακοπότηρο και τις χάρτινες σακουλίτσες στη μια τσέπη του κοντού μέχρι τα γόνατα παντελονιού.
Τους πρώτους δειλούς βηματισμούς στα πεζοδρόμια της πόλης, τα βλέμματα που έριχναν οι διαβάτες, οι καταστηματάρχες και οι υπάλληλοι κάθε ηλικίας.
Διασχίζαμε τους δρόμους διαλαλώντας το ταπεινό μας εμπόρευμα. Οι φράσεις μας ήταν στερεότυπες. “Ωραία φρέσκα τσίκουδα”. “Τσίκουδα χοντρά ρεβυθάτα”. “Τσίκουδα χαζημινάτα”. “Μαλακά τσίκουδα”. “Ευκολόσπαστα στα δόντια!”…
Θυμάμαι ότι δίναμε μία δραχμή το ποτήρι. Πολλοί μας κοίταζαν με συμπάθεια, Λίγοι μας ειρωνεύονταν. “Άντε να βρείτε μια σοβαρή δουλειά” μας έλεγαν. Τους λέγαμε ότι είμαστε παραγωγοί και το προϊόν είναι εποχιακό. Η καθημερινή σχεδόν διαδρομή άρχιζε το πρωί και συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ την ώρα που έφευγε το πλοίο για Πειραιά. Τα αστικά λεωφορεία τότε είχαν τακτική και πυκνή κυκλοφορία, πλημμυρισμένα επιβάτες εφ’ όσον τα I.X. ήταν λίγα εκτελούσαν δρομολόγια μέχρι τις 11 το βράδυ.
Επιστρέφαμε με τα βραδινά λεωφορεία από τον πάνω δρόμο της γραμμής Χίος – Βασιλεώνοικο – Χαλκειός – Ζυφιάς – Βερβεράτο ή της γραμμής Χίος – Βασιλεώνοικο – Βαβύλοι από τον Κάτω δρόμο ή ποδαρόδρομο από την Αγιοδεκτεινή με τα λεωφορεία της γραμμής Χίου – Θυμιανών – Νεοχωρίου – Καρφά. Χρησιμοποιούσαμε και τα ποδήλατα αλλά και τον ποδαρόδρομο όταν είμαστε συντροφιασμένοι και ανηφορίζαμε τον τότε χωματόδρομο που άρχιζε από το γεφύρι στα Λολόδενδρα στον ανήφορο του Γρου μέχρι το Πευκάκι στην είσοδο του χωριού. Η μεσημεριανή μας ξεκούραση και το πενιχρό μας γεύμα, σπάνια τρώγαμε στα οινομαγειρία Τουρνή, Πιστόλα, Μπεγάκη κ.α. γινόταν συντροφικό στο νοτινό άκρο του Δημοτικού κήπου σε μια τσιμεντένια πλάκα που σκέπαζε το παλιό καταφύγιο των πολιτών από τους βομβαρδισμούς των γερμανικών αεροπλάνων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο απέναντι από το σημερινό ΟΜΗΡΕΙΟ.
Αγοράζαμε συνεταιρικά ένα κιλό άσπρο ψωμί, λίγη φέτα τυρί ή κασέρι ή εληές και ένα καρπούζι ή πεπόνι και λίγες ντομάτες και τρώγαμε συζητώντας καλαμπουρίζοντας αστειευόμενοι με την παιδική αμεριμνησία, τα πειράγματα και την αστείρευτη ζωτικότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση με τη ζωή φρέσκια και λαμπερή μπροστά στα μάτια μας.
Θυμάμαι τους παλιούς φωτογράφους με τις μηχανές του σκοτεινού θαλάμου, τις κουκούλες που κάλυπταν τα πρόσωπά τους και τα τριπόδια που τις στερέωναν που διημέρευαν στους μπροστινούς διαδρόμους του κήπου.
Τότε έμαθα ότι Βασιλεωνοικούσοι κηπουροί είχαν βοηθήσει σημαντικά στην αρχική διαμόρφωση και διάταξη των δέντρων και τον σχεδιασμό του Δημοτικού Κήπου της πόλεως (Φοίνικες, αλέες, παρτέρια κ.λ.π.).
Ζωντανές μορφές από τους συχωριανούς μας, μακαρίτες τώρα, που ασκούσαν το μικροεπάγγελμα αυτό και κάποιοι το συνέχιζαν και το χειμώνα πουλώντας βιορέτες, ζιμπούλια, πανσέδες και άλλα κηπευτικά, μένουν στη μνήμη μου ο Κωστής Θραμπέζος, ο Άγγελος Κουστουμπέκης, ο Ηλίας ο Πετράκης, ο Ζαννής ο Δανιήλ, ο Παντελής ο Αμπανούδης (ο Αμπελιώτης) ο Μανώλης ο Καρασούλης, ο Αντώνης ο Δανιήλ, ο Θοδωρής ο Στακιάς, ο Κώτσος ο Κοντογιάννης, ο Βαγγέλης ο Μυριαγκός και ο Κυριάκος που το Σαββάτο θα μας αναπαραστήσει ζωντανά τη γραφική αυτή διαδικασία, ο Δημήτρης ο Μπρουζάκης που κυκλοφορούσε με μια εμαγιέ λεκάνη στην Προκυμαία ένα κλωνί Βασιλικό ή μια φουγκέτα στ’ αυτί και πουλούσε αμύγδαλα ψύχα φρέσκα και τσίκουδα ρεβυθάτα μ’ ένα φαρδυμάνικο πουκάμισο πάντοτε.
Η αλήθεια είναι ότι είχαμε αναλάβει με σοβαρότητα και ζήλο πού έφθανε την εξάντληση από την κόπωση, την υποχρέωση να πουλάμε καθημερινά την πραμάτεια μας (1-2 κιλά και τις Κυριακές περισσότερα). Βγάζαμε όμως καλό μεροκάματο.
Θυμάμαι ότι τα πόδια μας κοκκίνιζαν από την πεζοπορία, συνγκαίανε και μούδιαζαν από το τρεχοβολητό στις συνοικίες. Με κέντρο την πλατεία Βουνακίου που τότε είχε μόλις πλακοστρωθεί απλώναμε τις ακτίνες της διαδρομής μας μέχρι τους δρόμους του Αγίου Ιακώβου, την Αγία Μαρίνα Καλοπλύτου και Εγκρεμού, το Κάστρο της Χίου, τον Άγιο Γιάννη Θεολόγο μέχρι την ταβέρνα του Χότζα στην Ατσική, την Ευαγγελίστρια, το γήπεδο, τη Μπέλλα Βίστα του Ναυτικού Ομίλου μέχρι το ξύλινο τότε εξοχικό κέντρο του Κασσαπάκη απέναντι από την Βίλλα Λιβανού, τη Φτωχιά Προκυμαία και όλες τις παρόδους της Απλωταριάς. Μια φορά θυμάμαι όταν η προσφορά ήταν μεγάλη και το εμπόρευμα έμενε απούλητο να μαραίνεται στο καλάθι είχα τολμήσει να φθάσω μέχρι τις συνοικίες τις αδιαμόρφωτες και αραιοκατοικημένες τότε του Ριζαρίου, στις Φυλακές την Τουρλωτή και τη Βοήθεια. Σταθεροί και συχνοί μας πελάτες ήσαν οι μαγαζάτορες οι κομμωτές και οι κομμώτριες, τα παιδιά που δούλευαν στα μηχανουργεία, τα ξυλουργεία, τα συνεργεία αυτοκινήτων, τα γκαρσόνια, τα νεαρά ζευγάρια που κάθιζαν στα παγκάκια του Κήπου, στα ζαχαροπλαστεία και τα παραλιακά τότε καφεζαχαροπλαστεία. Τις Κυριακές το πρωί και το μεσημέρι η παραλία του Ναυτικού Ομίλου πλημμύριζε κόσμο και η ζήτηση ήταν μεγάλη.
“Είναι λυσσάρικα” έλεγαν. Αγόραζαν και ξαναγόραζαν στη δεύτερη διαδρομή. Αρκετοί παραπονιόταν ότι χαλούν τα δόντια. Στις ουρές τότε για ένα εισιτήριο στα Κινηματοθέατρα (ΡΕΞ) και (ΑΣΤΕΡΑΣ) τα τσίκουδα πουλιόταν ελεύθερα.
Μια γηραιά κυρία μου είχε πει ότι στα χρόνια, της Γερμανικής Κατοχής οι Γερμανοί με αυστηρές απαγορεύσεις στην είσοδο των Κινηματογράφων τα είχαν απαγορέψει στους θεατές. Δεν μπορούσαν να ακούν τα τσακ – τσουκ του ξεφλουδίσματος.
Όπως γίνεται τώρα η μάζωξη των γυναικών στα χωριά της μαστίχας έτσι και τότε στις αυλές των σπιτιών του χωριού γινόταν πυρετωδώς η προετοιμασία να μας εφοδιάσουν με φρέσκο εμπόρευμα της επόμενης μέρας. Καθισμένες οι γυναίκες με τα λεπτά φακιόλια στα μαλλιά τους, νέες, μεσόκοπες, γριούλες και τα κοριτσάκια γύρω από ένα τραπέζι ή το δίσκο και το ταψί στα γόνατα ξεδιάλεγαν τις ράμνες από τα κοφίνια και διάλεγαν ένα – ένα τα ώριμα και γερά τσίκουδα από τα άγουρα και τα χαλασμένα.
Προσέχαν όσα είχαν επάνω τους κάποια χρυσαφιά αυγά κάποιου εντόμου πεταλούδας ως επικίνδυνα και τα πετούσαν.
Διαλέγαν με υπομονή και σβελτάδα όσα είχαν μαδήσει από τις ράμνες στο βάθος κάθε κοφινιού όταν γεμίζαν με αυτά τους δίσκους.
Η δουλειά συνεχιζόταν μέχρι αργά κι όταν νύχτωνε τη συνέχιζαν στο φως της λάμπας. Κατόπιν τα τοποθετούσαν σε καθαρές βαθιές λεκάνες και τα σκεπάζαν μ’ ένα βρεγμένο άσπρο πανί να διατηρούνται χλωρά και αριτίδωτα μέχρι το πρωί.
Όταν η ποσότητα ήταν μεγάλη τα πουλούσαν χονδρικώς σε εμπόρους της χώρας αλλά σε σχετικά φθηνή τιμή σε σχέση με την αξία τους. Δεν είχαν όλες οι χρονιές την ίδια συγκομιδή. Τα δένδρα αυτά που απέδιδαν πρώιμο και μεγάλο σε μέγεθος καρπό ήταν συνήθως στο ημιορεινά. Υπήρχαν οι ποικιλίες, τα ψηλάντικα που ωρίμαζαν τέλη Ιουλίου και τα θεωρούσαν καλό σημάδι οι παλαιότεροι και για την ευδοκίμηση και των άλλων καρπών. Οι τσικουδιές κλαδεύονταν συστηματικά.
Τα χαζημινάτα αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), τα ρεβυθάτα που ωρίμαζαν δύσκολα, τα φυστικοτσίκουδα που ήταν λιγοστά, τα παυλίτικα που ήταν σκληρά και επίπεδα στην όψη, τα λεμονάτα, τα σπορδίλικα, τα μπαμπαλάδικα, τα χαλκούσικα και τέλος του λαδιού που ήταν ψιλά και άφθονα. Άντεχαν και δεν σκουλήκιαζαν όταν έπιαναν τα πρωτοβρόχια.
Οι χωριανοί περιποιόνταν τις τσικουδιές, μπόλιαζαν τις άγριες τις κλάδευαν βαθειά και πετύχαιναν καλές παραγωγές. Τα μάζευαν με ξύλινες ανεμόσκαλες και κατσουνωτές ράβδους όπως τα αμύγδαλα. Είχαν μαζί τους έναν γκαζοτενεκέ με γάντζο στη σκάλα όταν έκοβαν τις ράμνες από τα κλαδιά. Κάτω από το δέντρο άπλωναν μεγάλα πανιά από κάναβι, τσουβάλια, μουσαμάδες ή παλιά σεντόνια, όσα τσίκουδα μαδούσαν δεν χάνονταν στο χώμα. Κατόπιν κόβαν τις μύτες από τους χλωρούς βλαστούς και τους άφηναν απλωμένους να ξεραθούν για ζωοτροφή, μαζί με τις μαδημένες ράμνες. Τα δέντρα κλαδευόταν κάθε χρόνο. Εδώ θυμάμαι ένα διαδεδομένο έθιμο που σήμερα το θεωρώ βάρβαρο.
Οι τσικουδιές ήσαν δεμένες με τα ξώβεργα που έστηναν στα λεγάμενα πόστα από ξύλα επάνω στο δέντρο ή στη ρίζα του με τα πότιστρα του νερού παγίδες για τα πουλιά. Για κάθε είδος πουλιού όπως τις γερακίνες, τα φλώρια, τις καρδερίνες, τις πούλες, τους ατομάχους, τα φρεζούνια είχαν διαφορετική παραλλαγή παγίδας όπως και κλουβιά κράχτες.
Τα τσίκουδα έχουν συνδεθεί με τη λαϊκή παράδοση, τη Δημοτική μούσα όπως:
“…κι από το Βασιλεώνοικο τσίκουδα ρεβυθάτα”.
“Ο σουλουμάς κι η κρεμεντίνα κάνουν τη γριά, φαντίνα”.
“Από τις εληές, η πιρίνα και από τα τσίκουδα η κρεμεντίνα” (μ’ ένα πανί βρεγμένο στο ελαιόλαδο ή στο πετρέλαιο ή οινόπνευμα καθαρίζαμε τα χέρια μας από την κρεμεντίνα) αναφέρονται σε ποιήματα του Νίκου Διαμαντίδη, στα χωρατά, του Πέτρου Μαρτάκη, σε Ιστορίες και αφηγήσεις Ελλήνων συγγραφέων.
Αναφέρεται σε βιβλίο του Γ. Διλμπόη για τον καλλιτέχνη Γ. Τσαπάλα, ότι η τσικουδοπιρίνα έσωσε πολλούς από την πείνα στα μαύρα χρόνια της κατοχής (1941 – 44). Το βαρύ και συμπαγές ξύλο της τσικουδιάς εχρησιμοποιείτο στους μαγκάνους του κάμπου.
Στο Βόλο φτιάχνουν τους τρυφερούς βλαστούς της τσικουδιάς, τα λεγάμενα τσιτσίραβλα, τουρσί.
(Ένα μικρό αφιέρωμα μιας σημαντικής γεωργικής ασχολίας στον γενέθλιο τόπο μου, το Βασιλεώνοικο είναι το συνοπτικό αυτό χρονικό που έγραψα συμμετέχοντας στην εκδήλωση που εύστοχα επινόησε και με επιτυχή διοργάνωση πραγματοποίησε ο Οργανισμός Πολιτισμού και Νέας γενιάς του Δήμου Καμποχώρων στις 6 Σεπτεμβρίου 2007).
Ζωγραφιές: Μπάμπης Κοιλιάρης, ζωγράφος, αγιογράφος, σκηνοθέτης.
Κώστας Αμπανούδης.
Συγγραφέας,ποιητής.